- κοπτούρα
- κοπτούρα, ἡ,A mortar for flour-making, PSI7.787.5 (ii A. D.), Stud.Pal.20.131 (vi A. D.): acc. sg. written κοπτοραν Wilcken Chr.323.22 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοπτούρα — κοπτούρα, ἡ (Α) γουδί για κοπάνισμα σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται ίσως για παραλλαγμένο τ. ενός αμάρτυρου *κόπτρα (< κόπτω)] … Dictionary of Greek
κοπτουργία — και κοπτουρία, ἡ (Α) πάπ. 1. η παρασκευή πιτών από σησάμι 2. το κοπάνισμα τού σιταριού με την κοπτούρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπτός + ουργία (< ουργός < ἔργον)] … Dictionary of Greek
κόπτρα — κόπτρα, τὰ (Α) [κόπτω] η αμοιβή για το κοπάνισμα τού σιταριού με την κοπτούρα* … Dictionary of Greek
κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… … Dictionary of Greek